Νέα - Ειδήσεις

Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης: «Η δυσκοιλιότητα επηρεάζει σαφέστατα την ποιότητα ζωής»

15 Μαρτίου 2008
8955 Προβολές
5 λεπτά να διαβαστεί
gynaika dyskoiliotita

Ο κ. Παπαθεωδορίδης Γεώργιος Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας-Γαστρεντερολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, απάντησε στις ερωτήσεις του Παπαχρήστου Παρασκευά, Διαιτολόγου - Διατροφολόγου, MSc.

Τι είναι η δυσκοιλιότητα;

Παλαιότερα δυσκοιλιότητα σήμαινε απουσία συχνών, συνήθως καθημερινών, κενώσεων και ίσως δυσκολία κατά την αφόδευση. Σιγά-σιγά όμως έγινε φανερό ότι πολλοί απόλυτα φυσιολογικοί άνθρωποι δεν έχουν μία κένωση την ημέρα και έτσι ο ορισμός της δυσκοιλιότητας σταδιακά άλλαξε.

Ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται σήμερα δυσκοίλιος όταν έχει λιγότερες από 3 κενώσεις την εβδομάδα, αλλά στον ορισμό της δυσκοιλιότητας έχουν προστεθεί και άλλα χαρακτηριστικά των κενώσεων.


Διαβάστε επίσης: Έχω δυσκοιλιότητα, πώς να την αντιμετωπίσω διατροφικά; [Δωρεάν EBOOK]


Συμπτώματα δυσκοιλιότητας

Έτσι, με βάση τον πιο σύγχρονο πλήρη ορισμό, δυσκοιλιότητα υπάρχει σε κάθε άνθρωπο που για τουλάχιστον 12 εβδομάδες τον τελευταίο χρόνο έχει 2 ή περισσότερα από τα παρακάτω 6 συμπτώματα:

  1. Έντονη δυσκολία σε 25% των αφοδεύσεων,
  2. Σκληρά κόπρανα ή κόπρανα «κατσίκας» σε 25% των αφοδεύσεων,
  3. Αίσθημα ατελούς κένωσης (ότι δεν αδειάζει τελείως το έντερο) σε 25% των αφοδεύσεων,
  4. Αίσθημα απόφραξης του πρωκτού σε 25% των αφοδεύσεων,
  5. Χρησιμοποίηση χειρονακτικών τεχνικών,
  6. Λιγότερες από 3 κενώσεις την εβδομάδα.

Πως μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι πάσχει από δυσκοιλιότητα;

Ένας άνθρωπος θα καταλάβει ότι πάσχει από δυσκοιλιότητα όταν γνωρίζει τον ορισμό της δυσκοιλιότητας, που αναφέρεται παραπάνω, και αναγνωρίσει ότι έχει τουλάχιστον 2 από τα 6 συμπτώματα του ορισμού αυτού για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πρακτικά, δυσκοιλιότητα έχουν συνήθως άνθρωποι με λιγότερες από 3 κενώσεις την εβδομάδα και/ή συχνά σημαντική δυσκολία στην αφόδευση ακόμη και εάν έχουν σχεδόν καθημερινές κενώσεις.

Μπορεί η δυσκοιλιότητα να προκαλείται από άλλα νοσήματα;

Στη συντριπτική πλειοψηφία των πασχόντων η δυσκοιλιότητα δεν οφείλεται σε κάποιο οργανικό αίτιο, δηλαδή αίτιο που αποτελεί ιδιαίτερη απειλή για τη ζωή του πάσχοντος. Έτσι, η δυσκοιλιότητα συνήθως είναι «ιδιοπαθής» και οφείλεται στην κινητικότητα και λειτουργία του εντέρου των πασχότων και/ή σε δίαιτα με χαμηλή περιεκτικότητα φυτικών ινών.

Οι πάσχοντες από δυσκοιλιότητα θα πρέπει βέβαια αρχικά να εκτιμώνται από ιατρό, ώστε να αποκλεισθεί η πιθανότητα οργανικού αιτίου. Οπωσδήποτε ιατρική εξέταση απαιτείται σε δυσκοιλιότητα που ξεκινά πρόσφατα, πρωτοεμφανίζεται σε μεγάλη ηλικία ή συνοδεύεται από άλλα ανησυχητικά σημεία, όπως αίμα στα κόπρανα και απώλεια βάρους.

Ποια είναι τα νοσήματα αυτά;

Νοσήματα που μπορεί να προκαλέσουν δυσκοιλιότητα, τα οποία όμως ευθύνονται για τη μειοψηφία των περιπτώσεων δυσκοιλιότητας, είναι:

  1. μεταβολικά-ενδοκρινολογικά νοσήματα με συχνότερο το σακχαρώδη διαβήτη,
  2. νευρολογικά νοσήματα,
  3. νοσήματα του παχέος εντέρου με σημαντικότερα τον καρκίνο και την εκκολπωμάτωση
  4. νοσήματα του πρωκτού.

Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι δυσκοιλότητα προκαλούν πολλά φάρμακα, ενώ η δυσκοιλότητα είναι συχνό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Με βάση πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη:

Στον Ελληνικό πληθυσμό, 1 στους 2 Έλληνες πάσχοντες από δυσκοιλιότητα δήλωσαν ότι η σημαντικότερη αιτία του προβλήματος ήταν οι λανθασμένες διατροφικές συνήθειες και κυρίως η μη επαρκής λήψη φυτικών ινών.

Δεύτερος σημαντικότερος λόγος στη σειρά ακολουθούσε το στρες/άγχος ή ανησυχία (το δήλωσε περίπου 1 στους 3), ενώ αρκετά σημαντικοί λόγοι θεωρήθηκαν (από περίπου 1 στους 10 ερωτηθέντες) η έλλειψη σωματικής άσκησης, η καθιστική ζωή, οι αλλαγές τρόπου ζωής (π.χ. ταξίδια, διακοπές) αλλά και οι ορμονικές αλλαγές των γυναικών (κύηση, εμμηνόπαυση κλπ).

Μπορεί η δυσκοιλιότητα να δημιουργήσει άλλα προβλήματα στον οργανισμό;

Η δυσκοιλιότητα επηρεάζει σαφέστατα την ποιότητα ζωής των πασχόντων, αφού δημιουργεί αίσθημα δυσφορίας στην κοιλιά, μετεωρισμό, ίσως πόνο και μπορεί να επηρεάσει γενικότερα τη διάθεση. Εκτός όμως από τις επιδράσεις στην ποιότητα ζωής, η χρόνια δυσκοιλιότητα μπορεί να έχει και βλαπτικές οργανικές επιδράσεις με πιο συχνές την ανάπτυξη αιμορροϊδων, ραγάδων, εκκολπωμάτων του παχέος εντέρου και ίσως απόφραξη του παχέος εντέρου λόγω κοπρόστασης σε μεγάλες ηλικίες. Η παράταση του προβλήματος αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης όλων των παραπάνω επιπλοκών.

Με βάση άλλη επιδημιολογική μελέτη στον Ελληνικό πληθυσμό, 73% των Ελλήνων με δυσκοιλιότητα έχουν αίσθημα βάρους στην κοιλιά και περίπου 40% αναφέρουν ότι αισθάνονται άβολα, νευρικότητα και/ή στεναχώρια, ενώ 81% και 70% των πασχόντων θεωρούν τη δυσκοιλιότητα το ίδιο ή πιο σοβαρό πρόβλημα από την ημικρανία και από το κρυολόγημα αντίστοιχα.

Ποια είναι η συχνότητα εμφάνισης της δυσκοιλότητας στην Ελλάδα; Στο εξωτερικό;

Δεδομένα για τη συχνότητα της δυσκοιλιότητας στην Ελλάδα έχουμε από 2 πολύ πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες που έγιναν από το Ελληνικό Ίδρυμα Γαστρεντερολογίας και Διατροφής σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Centrum Research. Η 1η μελέτη ήταν μία πανελλήνια καταγραφή του προβλήματος της δυσκοιλιότητας σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1000 Ελλήνων ενηλίκων, ηλικίας 15-64 ετών, του γενικού πληθυσμού, ενώ η 2η μελέτη επικεντρώθηκε στα χαρακτηριστικά της δυσκοιλιότητας σε ένα δείγμα 237 πασχόντων από δυσκολιότητα. Κάποια από τα ευρήματα των μελετών αυτών αναφέρθηκαν και στις 2 προηγούμενες ερωτήσεις.

Συνολικά, 1 στους 5 Έλληνες δήλωσαν ότι είχαν δυσκοιλιότητα στο παρελθόν και 16% των Ελλήνων ενηλίκων βρέθηκαν να πάσχουν από δυσκοιλιότητα τους τελευταίους 12 μήνες.

Μάλιστα, 14% των πασχόντων γνώριζαν το πρόβλημα, ενώ 2% βρέθηκε να πάσχει από δυσκοιλιότητα με βάσει το ερωτηματολόγιο της μελέτης χωρίς οι πάσχοντες να είχαν επίγνωση του προβλήματος. Η συχνότητα της δυσκοιλιότητας στην Ελλάδα βρέθηκε γενικά να είναι υψηλότερη από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Συνήθως, η δυσκοιλιότητα χρονολογείται από ετών. Το χρονικό διάστημα που δήλωσαν οι Έλληνες δυσκοίλιοι ότι έπασχαν ήταν κατά μέσο όρο 6,3 χρόνια, με μεγαλύτερη διάρκεια του προβλήματος μεταξύ των δυσκοίλιων γυναικών (6,9 χρόνια) και των δυσκοίλιων κατοίκων των αστικών περιοχών (7 χρόνια).

Οι γυναίκες παρουσίαζαν μεγαλύτερα ποσοστά δυσκοιλιότητας από τους άνδρες, με περίπου 7 στους 10 δυσκοίλιους να είναι γυναίκες. Όσον αφορά στις ηλικιακές ομάδες, μεγαλύτερα ποσοστά δυσκοιλιότητας εμφανίσθηκαν στις ηλικίες άνω των 45 ετών και κυρίως μεταξύ των 60-64 ετών, όπου περίπου 1 στους 4 έπασχαν από δυσκοιλιότητα. Τα ποσοστά δυσκοιλιότητας σε άτομα άνω των 65 ετών, που δεν συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη αυτή, αναμένεται να είναι αρκετά υψηλότερα. Οι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι αλλά και οι λιποβαρείς (άτομα με σωματικό βάρος χαμηλότερο από το κατώτερο φυσιολογικό όριο με βάση το ύψος τους) βρέθηκαν να πάσχουν από δυσκοιλιότητα συχνότερα από τα άτομα με φυσιολογικό βάρος.

Παγκόσμιο το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας 

Η δυσκοιλιότητα δεν είναι βέβαια πρόβλημα μόνο των Ελλήνων. Είναι ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων των αναπτυγμένων χωρών και των σύγχρονων κοινωνιών. Οι λόγοι της σύγχρονης αύξησης της συχνότητας της δυσκοιλιότητας δεν είναι απόλυτα σαφείς, αλλά σημαντικό ρόλο θεωρείται ότι έχουν οι σύγχρονες διατροφικές συνήθειες με την ελαττωμένη κατανάλωση φυτικών ινών και την αύξηση του σωματικού βάρους αλλά και γενικά ο σύγχρονος τρόπος διαβίωσης με το συνεχές-έντονο άγχος και την περιορισμένη σωματική άσκηση. Σε διάφορες σχετικά πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες, η συχνότητα ή επιπολασμός της δυσκοιλιότητας βρέθηκε να είναι 5-10% σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες και 18% στις ΗΠΑ.

Ποια είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας;

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας ξεκινά με πρόσληψη αρκετών φυτικών ινών και υγρών, αλλά συνήθως οι περισσότεροι ασθενείς με δυσκοιλιότητα δεν ανταποκρίνονται και τελικά πρέπει να λάβουν και φαρμακευτική θεραπεία για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι πάσχοντες από δυσκοιλιότητα που δεν ανταποκρίνονται στην πρόσληψη φυτικών ινών θα πρέπει αρχικά να εκτιμώνται από ιατρό, ώστε να αποκλεισθεί η πιθανότητα οργανικού αιτίου και να δοθεί η κατάλληλη αγωγή.

Από τους Έλληνες με δυσκοιλιότητα, όμως, μόνο 47% έχουν συμβουλευτεί γιατρό, ενώ από τους υπόλοιπους, 29% δεν έχει συμβουλευτεί γιατρό, ούτε φίλο ή μέλος της οικογένειας. Επίσης, 12% δεν θεωρούν τη δυσκοιλιότητα ακριβώς ιατρικό θέμα, 25% πιστεύουν ότι πρέπει να την αντιμετωπίσουν μόνοι τους και τέλος 15% ανησυχούν για τυχόν εξετάσεις που ίσως χρειαστεί να γίνουν (π.χ. κολονοσκόπηση). Ατυχώς, 19% όσων πάσχουν ηλικίας άνω των 45 ετών θεωρούν ότι η δυσκοιλιότητα είναι φυσιολογικό πρόβλημα όσο μεγαλώνουν. Περίπου 1 στους 4 πάσχοντες από δυσκοιλιότητα, ιδίως όσοι είναι νέοι, αλλάζουν τις διατροφικές του συνήθειες, 1 στους 3 παίρνουν παραδοσιακά χρησιμοποιούμενα προϊόντα (π.χ. τσάι, αποξηραμένα δαμάσκηνα, ακτινίδια, λιναρόσπορους κ.λπ.) και 46% παίρνουν φάρμακα κατά της δυσκοιλιότητας (υπακτικά).

Η φαρμακευτική θεραπεία βασίζεται σε τρεις κύριες κατηγορίες καθαρτικών φαρμάκων: φάρμακα ή ουσίες που αυξάνουν το υπόλειμμα των κοπράνων, φάρμακα που δρουν ωσμωτικά κατακρατώντας υγρά στα κόπρανα και φάρμακα που δρουν διεγερτικά στο τοίχωμα του εντέρου. Συνδυασμοί φαρμάκων και λεπτομερείς εκτιμήσεις από ειδικούς γαστρεντερολόγους συχνά απαιτούνται για την αντιμετώπιση περιπτώσεων, που δεν ανταποκρίνονται στη συνήθη αγωγή.

Δημιουργεί η μακροχόνια λήψη υπακτικών προβλήματα υγέιας;

Όλα τα φάρμακα που χορηγούνται για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας είναι γενικώς ασφαλή σε μακροχρόνια χορήγηση, που συνήθως είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση του συχνά δύσκολου προβλήματος της δυσκοιλιότητας. Κανένα φάρμακο αντιμετώπισης της δυσκοιλιότητας δεν αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου. 

Τι θα πρέπει να προσέξουμε στη διατροφή και στον τρόπο ζωής μας;

Ανεξαρτήτως της επίδρασης στην καταπολέμηση της δυσκοιλιότητας, η διατροφή μας πρέπει να έχει αρκετή ποσότητα φυτικών ινών και μικρή ποσότητα κεκορεσμένων-ζωικών λιπών, καθώς και επαρκή πρόσληψη υγρών. Η «μεσογειακή δίαιτα» θα πρέπει να αποτελεί τη βάση της διατροφής μας, αφού έχει διάφορες ευεργετικές επιδράσεις στον άνθρωπο. Η τακτική σωματική άσκηση, η μη καθιστική ζωή και το λιγότερο καθημερινό στρες θα πρέπει να αποτελούν συνεχείς στόχους του τρόπου ζωής μας. Η εφαρμογή πιο υγιεινού τρόπου διατροφής και διαβίωσης σίγουρα θα βελτιώσει τη σωματική και ψυχική μας ευεξία και θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στον οργανισμό μας μακροχρόνια.